• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
out loud adv (clearly, audibly)δυνατά επίρ
  (ανεπίσημο)απ' έξω μου φρ ως επίρ
 Oh my gosh, did I say that out loud? I only meant to think it.
 Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
for crying out loud interj (exasperation)για όνομα του θεού! έλεος! επιφ
 For crying out loud, how many times do I have to tell you to clean your room?
laugh out loud v expr (express amusement loudly)γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι ρ αμ
Σχόλιο: επίσης γελάω
 That joke made me laugh out loud!
say [sth] out loud v expr (utter in an audible voice)λέω κτ δυνατά περίφρ
  ξεστομίζω ρ μ
think out loud,
also UK: think aloud
v expr
(say what you are thinking)σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά ρ αμ + επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'out loud' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση out loud στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «out loud».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!